Τα νεώτερα νέα μας...
Μανιτάρια
Νοέμβριος.
Κάπου εδώ τελείωσαν οι ζεστές μέρες του φθινοπώρου και σιγά – σιγά
έρχονται οι βροχές. Ζούμε ελπίζοντας σε άφθονη λάσπη και πολλά μέτρα
χιόνι, αλλά μη τα θέλουμε και όλα δικά μας...
Με το Νοέμβρη έρχεται -για τους μυημένους- και η εποχή των μανιταριών.
Τώρα βέβαια, ξέρω, δεν είπα και τίποτα σπουδαίο, αλλά υπάρχουν άνθρωποι
που τα ψάχνουν μανιωδώς, όπως επίσης τα τρώνε και μανιωδώς.
Στον τόπο μας οι άνθρωποι γνωρίζουν δύο είδη μανιταριών. Ή μάλλον, για
το πω καλύτερα, εμπιστεύονται μόνο δύο είδη μανιταριών. Γνωρίζουν και
άλλα ότι τρώγονται, αλλά δεν τα τρώνε. «Αυτά τα τρώνε στην Ποταμιά»,
ακούς για κάποιο είδος. «Αυτά τα τρώνε έξω», ακούς για κάποιο άλλο,
εννοώντας την απέναντι στεριά.
Τώρα που το σκέφτομαι, ξέρουμε και ένα τρίτο είδος βρώσιμου μανιταριού,
αλλά καλύτερα μα μην το μαθαίναμε. Αναφέρομαι στην “λαγόρνιθα”, ένα
μανιτάρι που βγαίνει σε έναν τόπο, εώς 2 και 3 χρόνια μετά από πυρκαγιά
και από
τέτοιες είχαμε πολλές στα προηγούμενα χρόνια.
Από τον παππού μου έμαθα να ξεχωρίζω τα “χουχούλια” και τους
“πιπερίτες”. Είμαι τόσο βέβαιος για τα μανιτάρια που μαζεύω, που δίνω
ακόμα και στα παιδιά μου. Αναφέρομαι σε αυτό, γιατί ξέρω ανθρώπους που
δεν τρώνε μανιτάρια που δεν συνέλεξαν οι ίδιοι. Επίσης όλοι έχουμε
ακούσει ιστορίες για τροφικές δηλητηριάσεις, τοξικά μανιτάρια,
ανθρώπους με έλλειψη ενζύμου, κ.ά.
Πρόκειται λοιπόν, για μεζεδάκια σπάνια και εξεζητημένα, μιάς και
“φύονται”, υπό συγκεκριμένες συνθήκες υγρασίας και ζέστης ταυτόχρονα.
Μπορεί δηλαδή τη μιά χρονιά να έχει πολλά και την άλλη καθόλου.
Τα “χουχούλια”, τώρα, εμφανίζονται πρώτα. Όταν είναι νεαρά σε ηλικία,
είναι σαν μικρόφωνα, ενώ όσο ωριμάζουν, το χουχούλι τους ανοίγει,
αφήνοντας το χαρακτηριστικό “βρακάκι” επάνω στο κοτσάνι, κάνοντάς τα,
να μοιάζουν με ομπρέλλα. Το μέγεθός τους μπορεί να φτάσει και τα 40
εκατοστά διάμετρο. Το κοτσανάκι δεν τρώγεται, βεβαίως, αλλά το βρώσιμο
κομμάτι είναι πεντανόστιμο. Με λίγο αλάτι, το βάζει κανείς πάνω σε μιά
σχάρα στα κάρβουνα, ή στο φούρνο, ένω γνωστή σπεσιαλιτέ είναι η
“χουχουλόπιτα”.
Προχωρώντας στο διά ταύτα, οι “πιπερίτες”, ακολουθούν χρονικά τα “χουχούλια” και νομίζω οτι
εμφανίζονται σε μεγαλύτερες ποσότητες. Δεν είναι μεγάλα μανιτάρια,
σπάνια ξεπερνούν τα 15 εκατοστά διάμετρο. Μάλιστα, όσο μικρότερα, τόσο
πιό νόστιμα. Πρέπει κανείς να τα βάλει στο ξύδι για να καθαρίσουν τα
χώματα, τα πευκοβέλονα, ή τα ξερόφυλλα από τα ρύκια κάτω από τα οποία
βγαίνουν, να τα βράσει, να τα αλευρώσει και έπειτα να τα τηγανίσει.
Όλος αυτός ο κόπος αποζημιώνεται με το παραπάνω, από τον εκλεκτό αυτό
μεζέ. Η πλούσια σαν κρέας γεύση του, είναι μοναδική.
Και τα δύο γνωστά σε εμάς εδώδιμα μανιτάρια, αποτελούν αιτία για συγκέντρωση και ουζοκατάνυξη. Διότι η μανιταροσυλογή, σχεδόν συμπέφτει με την περίοδο που οι ντόπιοι βγάζουν το τσίπουρο.
Μάλιστα κάποια από τα “χαλάτια” (αποστακτήρια), είναι ακόμη ανοιχτά. Εδώ στη Θάσο, σχεδόν όλοι έχουν δικά τους κλήματα, από τα οποία βγάζουν το δικό τους
τσίπουρο. Άλλος με γλυκάνισσο, άλλος χωρίς. Άλλος με αρωματικά, άλλος
χωρίς. Είναι θέμα γούστου.
Σας περιμένουμε, λοιπόν, αφού πρώτα σας προειδοποιήσουμε να μην τα
αναζητήσετε μόνοι σας ορμώμενοι από τις φωτογραφίες του άρθρου, να
έρθετε να το “τσιπουρίσουμε”, όπως λέμε εδώ και να μας πείτε ποιό από
τα μανιτάρια είναι καλύτερο.
Υποσημείωση: Ο κύριος της φωτογραφίας, αν και αστός (Θεσσαλονίκη), απεδείχθει αληθινό διαμάντι στην εύρεσή τους.
Comments (1)
You must first login to post comments.